Η Αιμιλία Υψηλάντη ήταν καλεσμένη στην εκπομπή “Δύο στις 10” το πρωί του Σαββάτου και αναφέρθηκε στους γονείς της, το καθηκοντολόγιο των γυναικών και την ενοχικότητα.
“Είναι πάρα πολύ σωστό. Εγώ, παρόλο που είμαι παιδί θεολόγου, διδάχθηκα να μην έχω καθόλου ενοχές και τύψεις για τίποτα. Μέχρι που φτάνει σε ακραίο σημείο καμιά φορά. Γιατί να έχει κανείς ενοχές και τύψεις, όταν κάνει αυτό που μπορεί. Στεναχωριέμαι πολύ με τις γυναίκες και τις μητέρες κυρίως οι οποίες είναι γεμάτες ενοχές; Γιατί; Αφού κάνουν ό,τι μπορούν, σκοτώνονται όλη μέρα. Ποια απελευθέρωση των γυναικών που είναι μέσα σε μια καθηκοντολογία από το πρωί μέχρι το βράδυ. Αυτό είναι ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα των γυναικών. Και σαν κόρες οι γυναίκες είναι γεμάτες με ενοχές” είπε αρχικά η Αιμιλία Υψηλάντη.
“Εγώ ευτύχησα σαν παιδί και σαν οικογένεια. Η μητέρα μου ήταν μια δασκάλα που παντρεύτηκε έναν καθηγητή, ο καθηγητής ήταν πολύ ανώτερος τότε από τον δάσκαλο, ο οποίος στην κατοχή, ξέμεινε μια Γαλλίδα, στην Αμαλιάδα που μέναμε, είχε κάνει 3 παιδιά η μητέρα μου, έμαθε γαλλικά η μητέρα μου, πριν κάνει τα παιδιά. Ο πατέρας μου ήταν υπέρ του διαβάσματος και αγαπούσε πάρα πολύ τις γυναίκες. Τότε είχαν βέβαια και τρεις κόρες, ήταν αναγκασμένος. Έστειλε τη μητέρα μου στην Ελβετία, τη δεκαετία του ’50, ήταν και ελαφρώς ανάπηρος από το ένα πόδι. Ο θεολόγος, τη δεκαετία του ’50, έστειλε την κατά 22 χρόνια μικρότερή του γυναίκα κι έμεινε με τρία παιδιά στην ελληνική επαρχία, να σπουδάσει. Η μητέρα μου ερχόταν με χρωματιστή ομπρέλα. Ήταν το σκάνδαλο της επαρχίας, δεν καταλάβαινε τίποτα ο πατέρας μου από αυτά. Κι εμείς μεγαλώναμε με τα παιδιά της γειτονιάς. Εγώ δεν κατάλαβα ότι η μητέρα μου έλειπε 2-3 χρόνια. Υπήρχαν τότε τα σόγια, η υπέροχη γιαγιά μου, οι θείες” προσέθεσε.